- κυβαλικός
- κῠβᾱλικός, ή, όν,A rascally, ἀργυρίοισι -οῖσι cj. in Timocr.1.6; cf. κυβηλικός, κόβαλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυβαλικός — κυβαλικός, ή, όν (Α) κιναιδικός, αχρείος … Dictionary of Greek
κυβαλικοῖσι — κυβαλικός rascally masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)